Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προς την αντίθετη κατεύθυνση

  • 1 обратный

    обратный αντίστροφος, αντίθετος· \обратный путь η επιστροφή, ο γυρισμός· \обратныйая сторона η ανάποδη· в \обратныйую сторону προς την αντίθετη κατεύθυνση
    * * *
    αντίστροφος, αντίθετος

    обра́тный путь — η επιστροφή, ο γυρισμός

    обра́тная сторона́ — η ανάποδη

    в обра́тную сто́рону — προς την αντίθετη κατεύθυνση

    Русско-греческий словарь > обратный

  • 2 обратный

    обратн||ый
    прил в разн. знач. ἀντίθετος, ἀντίστροφος:
    \обратныйый путь ἡ ἐπιστροφή, ἡ ἐπάνοδος· \обратныйый ход ὀπισθεν \обратныйый смысл ἡ ἀντίθετη σημασία· \обратныйая сторона ἡ ἀνάποδη· \обратныйая сторона Луны ἡ ἀθέατη πλευρά τῆς σελήνης· в \обратныйую сторону προς τήν ἀντίθετη κατεύθυνση· \обратныйой почтой μέ τό πρώτο ταχυδρομείο· располагать в \обратныйом порядке τοποθετώ ἀντιστρόφως· ◊ \обратныйый билет ж.-д. τό είσιτήριο ἐπιστροφής· иметь \обратныйую силу юр. ί,χω ἀναδρομικήν ισχύν.

    Русско-новогреческий словарь > обратный

См. также в других словарях:

  • αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει …   Dictionary of Greek

  • σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… …   Dictionary of Greek

  • Καπτέιν, Γιάκομπους Κορνέλιους — (Jacobus CorneliusKapteyn, Μπάρνεβελντ 1851 – Άμστερνταμ 1922). Ολλανδός αστρονόμος. Ίδρυσε το αστεροσκοπείο του Γκρένιγκεν, όπου διεξήγαγε έρευνες για την κατανομή των απλανών αστέρων στο διάστημα. Κύριο έργο του υπήρξε ο καθορισμός της θέσης… …   Dictionary of Greek

  • Ιανός — (Ianus). Θεότητα των Ρωμαίων. Από τον Ι. πήρε την ονομασία του ο πρώτος μήνας του έτους, ο Ιανουάριος (Ianuarius). Εκτός από την πρώτη ημέρα του έτους (καλένδες του Ιανουαρίου), ήταν αφιερωμένη σε αυτόν και η αρχή κάθε σημαντικής ημέρας (από τον… …   Dictionary of Greek

  • Αώος ή Βογιούσα — Ποταμός της Ηπείρου, μήκους 260 χλμ., από τα οποία τα 68 χλμ. ρέουν στο ελληνικό έδαφος και τα υπόλοιπα στο αλβανικό. Η λεκάνη απορροής του είναι 6.725 τ. χλμ. (τα 2.130 σε ελληνικό έδαφος). Πηγάζει από το όρος Κατάρα, Β του Μετσόβου, και με… …   Dictionary of Greek

  • βόλτα — Ποταμός (1.500 χλμ.) της δυτικής Αφρικής. Διαρρέει τα κράτη Μπουρκίνα Φάσο (πρώην Άνω Βόλτα), Ακτή του Ελεφαντοστού και, κυρίως, την Γκάνα. Σχηματίζεται στη βορειοκεντρική Γκάνα από τη συμβολή των δύο μεγαλύτερων κλάδων του, του Μαύρου Β. και του …   Dictionary of Greek

  • παλίντροπος — παλίντροπος, ον (ΑΜ) αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, προς την αντίθετη κατεύθυνση, παλίνδρομος αρχ. 1. αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται («παλίντροπος κέλευθον ἕρπεις», Σοφ.) 2. αυτός που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, ενάντιος, αντίθετος… …   Dictionary of Greek

  • πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • ραιβόκρανο — Παραμόρφωση της αυχενικής χώρας που οφείλεται σε μονόπλευρη σύσπαση μυός ή μαλακών ιστών του αυχένα, ή παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης. Συνοδεύεται με ακούσια και μόνιμη κλίση του κεφαλιού. Υπάρχουν δύο είδη ρ. Το συγγενές ρ., εξαιτίας ατελούς …   Dictionary of Greek

  • Ράιτ, Γουίλμπερ και Όρβιλ — (Wright, Μίλβιλ 1867 – Ντέιτον 1912). Αμερικανοί πρωτοπόροι της αεροναυτικής. Οι δύο αδελφοί Ρ. –Γουίλμπερ και Όρβιλ (Ντέιτον 1871 1948)– κατόρθωσαν πρώτοι να πετάξουν με διευθυνόμενο μέσο «βαρύτερο από τον αέρα»: η αρχική επιτυχία σημειώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • αντισπώ — ἀντισπῶ ( άω) (Α) 1. έλκω, σύρω κάποιον προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω 2. παρασύρω, κατευθύνω προς κάτι άλλο 3. ( ώμαι) εμποδίζομαι, σύρομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση 4. έλκω προς τον εαυτό μου 5. έλκω προς το μέρος μου, προσελκύω 6.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»